- διχορία
- διχορίᾱ , διχορίαdivision of a chorus into two partsfem nom/voc/acc dualδιχορίᾱ , διχορίαdivision of a chorus into two partsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διχορία — η (AM διχορία) 1. η διαίρεση τού χορού σε δύο ημιχόρια 2. η χρησιμοποίηση και δεύτερου χορού σε τραγωδία ή κωμωδία … Dictionary of Greek
διχορίας — διχορίᾱς , διχορία division of a chorus into two parts fem acc pl διχορίᾱς , διχορία division of a chorus into two parts fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχορίαν — διχορίᾱν , διχορία division of a chorus into two parts fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιχόριο — Στην αρχαία τραγωδία και κωμωδία, ονομασία για το μισό τμήμα του χορού. Κανονικά, ο χορός εμφανιζόταν στα αρχαία έργα ως αδιαίρετο σύνολο, υπάρχουν όμως και σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες ανώτεροι λόγοι της δράσης επέβαλαν τον χωρισμό του σε δύο … Dictionary of Greek